- βραχοσύντριφτος
- -η, -οαυτός που έχει συντριβεί στους βράχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχος + συντρίβω. Η λ. στον πληθ. («βραχοσύντριφτα κορμιά») μαρτυρείται από το 1823 στον Διον. Σολωμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek